- ξηραντικῆς
- ξηραντικόςcausing to dry upfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηρός — και ψαρός, ά, όν, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός» 2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν είδος ξηραντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού επιθ. με την οικογένεια τού ψήω* «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη … Dictionary of Greek
ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… … Dictionary of Greek